- πισσόχαρτο
- τοχαρτόνι αλειμμένο ή ποτισμένο με πίσσα, για την κάλυψη στεγών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πισσόχαρτο — το, Ν τεχνολ. αδιάβροχο χαρτί το οποίο παρασκευάζεται με την επάλειψη χονδρών φύλλων χαρτιού με διάλυμα πίσσας σε τερεβινθέλαιο και χρησιμοποιείται για τη συσκευασία αντικειμένων που πρέπει να προφυλαχθούν από την υγρασία, για την επιστέγαση… … Dictionary of Greek
κατραμόχαρτο — το χοντρό αδιάβροχο χαρτί αλειμμένο με κατράμι, πισσόχαρτο … Dictionary of Greek
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek
κατραμόχαρτο — το χοντρό χαρτί αλειμμένο με πίσσα, πισσόχαρτο: Το κάλυψε μ ένα κατραμόχαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)